- λειψύδριον
- Αρχαίο οχυρό της Αττικής, στην Πάρνηθα. Το 513 π.Χ. οχυρώθηκαν εκεί οι Αλκμαιωνίδες που πολεμούσαν τους Πεισιστρατίδες. Το Λ. βρισκόταν σε ύψωμα ανάμεσα στο Μενίδι και στο Τατόι, όπου διακρίνονται ακόμα τα ίχνη της οχύρωσης.
* * *λειψύδριον, τὸ (Α)1. άνυδρος τόπος, τόπος που στερείται νερού2. ως κύριο όν. τὸ Λειψύδριοντοπωνύμιο τής Αττικής κοντά στην Πάρνηθα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + ὕδριον, υποκορ. τού ὑδρία].
Dictionary of Greek. 2013.